- ιδανικός
- -ή, -ό (Α ἰδανικός, -ή, -όν)αυτός που συλλαμβάνεται μόνο με αφηρημένη σκέψη και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αυτός που υπάρχει κατ' ιδέαν (α. «ιδανικός έρωτας» β. «τὸν ἰδανικόν κόσμον»)νεοελλ.1. αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο, ο ιδεώδης, ο εξαιρετικός2. (το ουδ, εν. ή πληθ. ως ουσ.) το ιδανικό, τα ιδανικάα) καθετί που θεωρείται τέλειο ή υψηλός σκοπός ο οποίος δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί («έπεσε αγωνιζόμενος για τα ιδανικά τής πατρίδας»)β) τελικός πόθος, επιδίωξη3. φρ. «ιδανικό αέριο» — το αέριο που ικανοποιεί ακριβώς τους απλούς νόμους τών αερίων, δηλ. τους νόμους Σαρλ, Γκαι-Λυσάκ και Αβογκάντρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδανός «όμορφος». Η χρήση τής λ. ιδανικός στη Νέα Ελληνική με σημ. «πρότυπος, τέλειος» είναι παρόμοια με αυτήν τής λ. ιδεώδης. Και οι δύο αυτές λ. (ιδανικός, ιδεώδης) είναι σημασιολογικά συγγενείς με τη σημ. «ιδέα»].
Dictionary of Greek. 2013.